ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μετασχηματισμός ρίζας root transformation
ρίζα και σχήμα (το) root-and-pattern
κλινόμενη ρίζα (η) root-inflected
απομονωμένη ρίζα (η) root-isolating
γλώσσα με απομονωμένη ρίζα (η), απομονωτική γλώσσα (η) root-isolating language
περιστροφικός rotary
αποστήθιση (η) rote learning
ικανότητα αποστήθισης rote learning ability
στρογγυλά round
παρενθέσεις (οι) round brackets