ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μετασχηματισμός ρίζας | root transformation |
ρίζα και σχήμα (το) | root-and-pattern |
κλινόμενη ρίζα (η) | root-inflected |
απομονωμένη ρίζα (η) | root-isolating |
γλώσσα με απομονωμένη ρίζα (η), απομονωτική γλώσσα (η) | root-isolating language |
περιστροφικός | rotary |
αποστήθιση (η) | rote learning |
ικανότητα αποστήθισης | rote learning ability |
στρογγυλά | round |
παρενθέσεις (οι) | round brackets |