ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ριζικός,-ή,-ό | root |
ρίζα | root |
ριζικός-ή-ό | root |
ριζικό σύνθετο (το) | root compound |
ριζικός σχηματισμός | root creation |
προσδιοριστικό ρίζας (το) | root determinative |
λεξικό ριζών (το) | root dictionary |
λεξικό-ρίζα (το) | root dictionary |
κόμβος ρίζας | root node |
ριζικό ουσιαστικό (το) | root noun |