ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
περιστέλλω retract
ανακεκλημένος,-η,-ο retracted
περιεσταλμένος-η-ο, retracted
περιεσταλμένος-η-ο retracted
περιεσταλμένη βάση της γλώσσας (η) Retracted Tongue Root (RTR)
περιεσταλμένη βάση της γλώσσας (η) retracted tongue root (RTR)
Περιστολή (η), ανάκληση (η) retraction
Περιστολή (η), ανάκληση (η) retraction
ανάκτηση (η) retrieval
άντληση (η) retrieving