ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αναπνευστικός τομέας respiratory component
αναπνευστικό σύστημα, δραστηριότητα respiratory system activity
ΑΔΒΘ (Αναθεωρημένη Διευρυμένη Βασική Θεωρία) (η) rest
ΑΔΒΘ REST
αποκατάσταση restoration
περιορισμένος,-η,-ο restricted
περιoρισμένος / αντιθετικός υποχαρακτηρισμός (ο) restricted / contrastive underspecification
περιορισμένος κώδικας (ο) restricted code
περιορισμένη σύμφραση (η) restricted collocation
περιορισμένο λεξιλόγιο ορισμού (το) restricted defining vocabulary