ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αποκατάσταση, διόρθωση (η) repair
διόρθωση (η) repair
αποκαθιστώ repair
διορ­θώ­νω repair
διορθωτικοί μηχανισμοί (οι) repair strategies
επαναλήψιμη κατηγορία repeatable category
επαναλαμβανόμενη κατηγορία repeatable category
ρεπερτόριο (το) repertoire
ρεπερτόριο κωδίκων (το) repertoire of codes
ρεπερτόριο (το) repertory