ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αξιοπιστία (η) reliability
υπόλειμμα (το) relic
περιοχή υπολειμμάτων(η) relic area
θρησκευτικό λεξιλόγιο (το) religious vocabulary
διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική γραμματική (η) remedial grammar
διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική διδασκαλία remedial teaching
διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική δράση remedial work
αναδιαμόρφωση (η) remodeling
απομακρυσμένος remote
έλεγχος εξ αποστάσεως remote control