ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Αναφορικός-ή-ό3 | relative (rel, REL) |
σχετικό επίθετο (το) | relative adjective |
αναφορικά επιρρήματα (τα) | relative adverbs |
σχετική χρονολόγηση | relative chronology |
σχετική χρονολογική σειρά (η) | relative chronology |
αναφορική πρόταση (η) | relative clause |
σχετική ισοδυναμία (η) | relative equivalence |
αναφορική πρόταση μη περιοριστική | relative non-restrictive clause |
αναφορική φράση | relative phrase |
σχετικό σημείο αναφοράς (έναντι απόλυτου) | relative point of reference |