ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Αναφορικός-ή-ό3 relative (rel, REL)
σχετικό επίθετο (το) relative adjective
αναφορικά επιρρήματα (τα) relative adverbs
σχετική χρονολόγηση relative chronology
σχετική χρονολογική σειρά (η) relative chronology
αναφορική πρόταση (η) relative clause
σχετική ισοδυναμία (η) relative equivalence
αναφορική πρόταση μη περιοριστική relative non-restrictive clause
αναφορική φράση relative phrase
σχετικό σημείο αναφοράς (έναντι απόλυτου) relative point of reference