ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κανονική γλώσσα (η) | regular language |
κανονική φθογγική αντιστοίχιση | regular sound correspondence |
κανονική/συστηματική πολυσημία | regular/systematic polysemy |
ομαλότητα (η) | regularity |
κανονικότητα (η) | regularity |
υπόθεση της ομαλότητας/κανονικότητας (η) | regularity hypothesis |
ομαλότητα της φθογγικής μεταβολής (η) | regularity of sound change |
αρχή της ομαλότητας (η) | regularity principal |
ομαλοποίηση | regularization |
ρυθμιστικός/κανονιστικός κανόνας (ο) | regulative rule |