ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αναφορικό αυτοπαθές reflexive anaphoric
αυτοπαθής παθητική (δομή) (η) reflexive passive
αυτοπαθής αντωνυμία (η) reflexive pronoun
ανακλαστική σχέση reflexive relation
Ανακλαστικά (επίρ.) reflexively
αυτοπάθεια (η) reflexiveness
κανόνας αυτοπάθειας reflexiveness rule
ανακλαστικότητα (η) reflexiveness, reflectiveness, reflexivity
δομή αυτοπαθούς-πάσχοντος-υποκειμένου (η) reflexive-patient-subject construction
αυτοπαθητικότητα (η) reflexivity