ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αναδιπλασιαστής (ο) | redundant |
αναδιπλασιάζων-ουσα-ον,αναδιπλασιαστής (ο) | reduplicant |
αναδιπλασιαστής (ο) | reduplicant (R) |
αναδιπλασιάζω | reduplicate |
αναδιπλασιασμός (ο) | reduplication |
αναδιπλασιαστικός–ή,-ό | reduplicative |
αναδιπλασιάζων–ουσα,-ον | reduplicative |
αναδιπλασιαζόμενο σύνθετο (το) | reduplicative compound |
αναδιπλασιαζόμενο σύνθετο (το) | reduplicative compound word |
διάγραμμα των Reed και Kellogg (το) | reed-kellogg diagram |