ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
επαναδρομή (η) recursiveness
ανακυκλωτικότητα recursivity
(επ)αναδρομικότητα, επαναληπτικότητα, επανάληψη  recursivity
ανακύκλωση Recycling
μειώνω reduce
μείωση φωνηέντων reduce vowels
μειωμένος-η-ο reduced
μειωμένη πρόταση (η) reduced clause
μειω­μέ­νη πρό­τα­ση (η) reduced clause
μειωμένη αναφορική πρόταση (η) reduced relative clause