ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Επανακρεολοποίηση (η) | recreolization |
στρατολόγηση (η) | recruitment |
αντίδραση (η) | Rection |
σελίδα τίτλου (η) | recto |
επανάληψη (η), επανεμφάνιση (η) | recurrence |
επαναλαμβανόμενη εναλλαγή (η) | recurrent alternation |
επαναλαμβανόμενη αντιστοίχιση (η) | recurrent correspondence |
(επ)αναδρομή | recursion |
επανάληψη | recursion |
(επ)αναδρομικός | recursive |