ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πραγματώνω realize
πραγματώνομαι realize
πραγματωμένος νεολογισμός (ο) realized neology
επαναναλύω reanalyse
επανανάλυση (η) reanalysis
Επανανάλυση (η), Επανάλυση (η) reanalysis
επαναδιευθέτηση (η) rearrangement
εξέλεγχος λογικοφάνειας reasonableness check
συλλογιστική (η), συλλογισμός (ο) reasoning
επανασυγκόληση (η) reassambly