ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γρήγορη αναφορά (η) ready reference
έτοιμα εκφωνήματα ready-made utterances
πραγματικός,-ή,-ό real
πραγματικός ορισμός (ο) real definition
πραγματικά αντικείμενα (τα) realia
πραγματικό(το) realis
πραγματικός,-ή,-ό realis
Πραγματικός-ή-ό realis / real
πραγμάτωση (η) realisation
μελέτη σε πραγματικό χρόνο (η) real-time study