ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ορθολογισμός Rationalism
Ορθολογιστής (ο) Rationalist
ορθολογιστική θέση (η) rationalist position
ακατέργαστο/απλό κόρπους (το) raw corpus
ακατέργαστος/αστάθμιστος βαθμός (ο) raw score
διαβάζω read
αναγνωσιμότητα (η) readability
αναγνώστης (ο) reader
διδακτικό βιβλίο (το) reader
ερμηνεία (η) reading