ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ορθολογισμός | Rationalism |
Ορθολογιστής (ο) | Rationalist |
ορθολογιστική θέση (η) | rationalist position |
ακατέργαστο/απλό κόρπους (το) | raw corpus |
ακατέργαστος/αστάθμιστος βαθμός (ο) | raw score |
διαβάζω | read |
αναγνωσιμότητα (η) | readability |
αναγνώστης (ο) | reader |
διδακτικό βιβλίο (το) | reader |
ερμηνεία (η) | reading |