ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ποσοτικοποιητής quantifier
προσάρτηση ποσοδεικτών quantifier adjunction
περιπλανώμενος ποσοδείκτης (ο) quantifier floating
μετακίνηση ποσοδείκτη (η) quantifier movement
ανύψωση ποσοδείκτη (η) quantifier raising
ποσοδείκτες (οι) quantifiers
ποσοτικός,-ή,-ό quantitative
ποσοτική μετάπτωση (η) quantitative ablaut
ποσοτική γλωσσολογία (η) quantitative linguistics
ποσότητα (η) quantity