ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ποιότητα (η) | quality |
ποιότητα υπηρεσιών (η) | quality of service |
κβαντικός-ή-ό, | quantal |
κβάντου (του) | quantal |
κβαντική θεωρία, θεωρία των κβάντων (η) | quantal theory |
θεωρία των κβάντων(η) | quantal theory |
ποσοδεικτική ένδειξη (η) | quantification |
ποσοδεικτικός προσδιορισμός (ο) | quantification |
ποσοδείκτης (ο) | quantifier |
ποσοτικός δείκτης | quantifier |