ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ποιότητα (η) quality
ποιότητα υπηρεσιών (η) quality of service
κβαντικός-ή-ό, quantal
κβάντου (του) quantal
κβαντική θεωρία, θεωρία των κβάντων (η) quantal theory
θεωρία των κβάντων(η) quantal theory
ποσοδεικτική ένδειξη (η) quantification
ποσοδεικτικός προσδιορισμός (ο) quantification
ποσοδείκτης (ο) quantifier
ποσοτικός δείκτης quantifier