ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κέτσουα (η) (γλώσσα) | QU |
ιδιότητες (οι) | quale-qualia |
ρόλοι ιδιοτήτων (οι) | qualia roles |
δομή ιδιοτήτων(η) | qualia structure |
προσδιορισμός (ο) | qualification |
προσδιοριστής (ο) | qualifier |
προσδιορισμός (ο) | qualifier |
προσδιορίζω | qualify |
ποιοτικός,-ή,-ό | qualitative |
ποιοτική μετάπτωση (η) | qualitative ablaut |