ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Κέτσουα (η) (γλώσσα) QU
ιδιότητες (οι) quale-qualia
ρόλοι ιδιοτήτων (οι) qualia roles
δομή ιδιοτήτων(η) qualia structure
προσδιορισμός (ο) qualification
προσδιοριστής (ο) qualifier
προσδιορισμός (ο) qualifier
προσδιορίζω qualify
ποιοτικός,-ή,-ό qualitative
ποιοτική μετάπτωση (η) qualitative ablaut