ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πρωτόκολλο protocol
Πρωτο-ρόλος (ο) proto-role
πρωτο-σκηνή (η) proto-scene
πρότυπο (το) prototype
πρωτότυπος (ο) prototype
Πρωτότυπος (ο) prototype
πρωτοτυπικά φαινόμενα (τα) prototype effects
Ÿπρωτολέξη (η) proto-word
πρωτο­λέξη (η) proto-word / vocable
Πρωτόκοσμος (ο) Proto-World