ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
απαγορευτικός,-ή,-ό | proscriptive |
κόρπους PROSICE (το) | PROSICE Corpus |
προσιώπηση (η) | prosiopesis |
προσώδημα (το) | prosodeme |
προσωδιακός,-ή,-ό | prosodic |
προσωδιακή ανάλυση | prosodic analysis |
προσωδιακή βάση εκκίνησης (η) | prosodic bootstrapping |
προσωδιακή περικύκλωση (η) | prosodic circumscription |
προσωδιακές συνιστώσες | prosodic constituent |
προσωδιακό περίγραμμα | prosodic contour |