ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
απαγορευτικός,-ή,-ό proscriptive
κόρπους PROSICE (το) PROSICE Corpus
προσιώπηση (η) prosiopesis
προσώδημα (το) prosodeme
προσωδιακός,-ή,-ό prosodic
προσωδιακή ανάλυση prosodic analysis
προσωδιακή βάση εκκίνησης (η) prosodic bootstrapping
προσωδιακή περικύκλωση (η) prosodic circumscription
προσωδιακές συνιστώσες prosodic constituent
προσωδιακό περίγραμμα prosodic contour