ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υποστήριγμα (το) | prop |
λέξη υποστήριγμα (η) | prop word |
μετάδοση (η) | propagation |
καθυστέρηση μετάδοσης | propagation delay |
προπαροξύτονος, η, ο | proparoxytone |
ωστικές αλυσίδες | propelling chains |
κατάλληλος | proper |
κύριος | proper |
Κατάλληλος-η-ο2 | proper |
κατάλληλο συστατικό (το) | proper constituent |