ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εξακολουθητική ρηματική όψη (η) progressive aspect
προοδευτική αφομοίωση (η) progressive assimilation
προκαταβολική αφομοίωση (η) progressive assimilation
εξακολουθητική αφομοίωση (η) progressive assimilation
προχωρητική αφομοίωση progressive assimilation
προοδευτικός προσδιορισμός (ο) progressive conditioning
εξακολουθητικός,-ή,-ό παθητικός,-ή,-ό progressive passive
απαγορευτικός,-ή,-ό prohibitive
προβάλλω project
προβάλλομαι project