ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξακολουθητική ρηματική όψη (η) | progressive aspect |
προοδευτική αφομοίωση (η) | progressive assimilation |
προκαταβολική αφομοίωση (η) | progressive assimilation |
εξακολουθητική αφομοίωση (η) | progressive assimilation |
προχωρητική αφομοίωση | progressive assimilation |
προοδευτικός προσδιορισμός (ο) | progressive conditioning |
εξακολουθητικός,-ή,-ό παθητικός,-ή,-ό | progressive passive |
απαγορευτικός,-ή,-ό | prohibitive |
προβάλλω | project |
προβάλλομαι | project |