ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προγραμματισμένη μάθηση (η) programmed learning
γλώσσα προγραμματισμού (η) programming language
πρόοδος (η) progress
τεστ προόδου (το) progress test
προκαταβολικός,-ή,-ό progressive
προοδευτικός,-ή,-ό progressive
προοδευτικός-ή-ό / προκαταβολικός-ή-ό progressive
προοδευτική/προκαταβολική (συντηρητική) αφομοίωση (η) progressive (preservative) assimilation
Εξελισσόμενος-η-ο, προοδευτικός-ή-ό, διαρκής-ής-ές, progressive (prog)
εξακολουθητικός,-ή,-ό progressive (prog)