ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ανοσιολογία (η) | profanity |
επαγγελματικοί πόροι (οι) | professional resources |
(γλωσσική) επάρκεια (η) | proficiency |
τεστ γλωσσικής επάρκειας (το), αξιολόγηση γλωσσομάθειας (η) | proficiency test |
προφίλ (το), κατατομή (η) | profile |
προφίλ και βάση | profile and base |
ορίζουσα προφίλ (η) | profile determinant |
προβαλλόμενη σχέση (η) | profiled relationship |
κατάρτιση προφίλ (η) | profiling |
σχεδιασμός προγράμματος (ο) | programme design |