ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γραμματική αναγνώριση έναντι παραγωγής production v. recognition grammar
παραγωγικός-ή-ό productive
παραγωγικό πρόσφυμα (το) productive affix
παραγωγικό λεξικό (το) productive dictionary
παραγωγικό μόρφημα (το) productive morpheme
παραγωγικές δεξιότητες (οι) productive skills
παραγωγικό λεξιλόγιο (το) productive vocabulary
παραγωγικό/ανακλητικό λεξιλόγιο productive/recall vocabulary
παραγωγική/προσληπτική γλωσσική γνώση (η) productive/receptive language knowledge
παραγωγικότητα (η) productivity