ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διαδικαστική γλωσσολογία (η) | procedural linguistics |
διαδικαστική σήμανση (η) | procedural mark-up |
διαδικασιακή σημασιολογία (η) | procedural semantics |
διαδικαστική διδακτέα ύλη (η)/διαδικαστικό αναλυτικό πρόγραμμα (το) | procedural syllabus |
διαδικασία (η) | procedure |
διεργασία (η) | process |
διαδικασία | process |
θεωρία της επεξεργασιμότητας (η) | processability theory |
επεξεργασία (η) | processing |
προσανατολισμένος στη διαδικασία | process-oriented |