ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
στερητικά αντώνυμα (τα) privative antonyms
στερητικό χαρακτηριστικό (το) privative feature
στερητική αντίθεση (η) privative opposition
στερητικότητα (η) privativity
προνόμιο εμφάνισης (το) privilege of occurrence
μεγάλο PRO (το) PRO
μικρό pro (το) pro
Μεγάλο PRO (το) PRO / big PRO
Μικρό pro (το) pro / little pro
αντωνυμικό επίρρημα (το) pro-adverb