ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προέγερση (η) | priming |
εντοπισμός αρχετύπου | priming |
αρχετυπικός–ή,-ό | primitive |
αρχέτυπος–η,-ο | primitive |
Αρχέτυπος-η-ο, αρχετυπικός-ή | primitive |
πρωτόγονες γλώσσες (οι) | primitive languages |
αρχέτυπες γλώσσες | primitive languages |
πρωτογενές κατηγόρημα (το) | primitive predicate |
προθεωρητικοί όροι (οι) | primitive undefined terms |
αρχέτυπα (τα), πρωταρχικά στοιχεία (τα) | primitives |