ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προέγερση (η) priming
εντοπισμός αρχετύπου priming
αρχετυπικός–ή,-ό primitive
αρχέτυπος–η,-ο primitive
Αρχέτυπος-η-ο, αρχετυπικός-ή primitive
πρωτόγονες γλώσσες (οι) primitive languages
αρχέτυπες γλώσσες primitive languages
πρωτογενές κατηγόρημα (το) primitive predicate
προθεωρητικοί όροι (οι) primitive undefined terms
αρχέτυπα (τα), πρωταρχικά στοιχεία (τα) primitives