ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Πρωτεύων δυναμικός τόνος (ο) primary stress
Πρωτεύων δυναμικός τόνος (ο) primary stress
έννοια του πρωταρχικού στόχου (η) primary target concept
κύριοι χρόνοι (οι) primary tense
κύριος όρος (ο) primary term
Πρωτεύοντα φωνήεντα (τα) primary vowels
επικοινωνία των πρωτευόντων θηλαστικών (η) primate communication
γλώσσα των προτευόντων θηλαστικών (η) primate language
αρχέτυπο (το) prime
προεγέρτης (ο) prime