ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
παρακείμενος α΄ present perfect
παρακείμενος,ο present perfect
ενεστώτας (ο) present tense
Παροντικός χρόνος (ο), Ενεστώτας (ο) present tense (pres, PRES)
παρουσίαση (η) presentation
γλώσσα παρουσίασης (η), μεταγλώσσα (η) presentation language
παρουσίαση δεδομένων (η) presentation of data
στάδιο της παρουσίασης (το) presentation stage
παρουσιαστικός,-ή,-ό presentative
παραδρομή εμμονής (η) preseveration (perseveration)