ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ρυθμιστικό λεξικό (το) | prescriptive dictionary |
ρυθμιστική γραμματική (η) | prescriptive grammar |
ρυθμιστική γραμματική (η) | prescriptive grammar |
ρυθμιστική λεξικογραφία (η) | prescriptive lexicography |
ρυθμιστική ή κανονιστική γραμματική (η) | prescriptive or normative grammar |
ρυθμιστικισμός (ο) | prescriptivism |
ρυθμιστικιστικός-ή-ό | prescriptivist |
ενεστώτας (ο) | present |
Παροντική μετοχή (η), Μετοχή ενεστώτα (η) | present participle |
Παροντική μετοχή (η), Μετοχή ενεστώτα (η) | present participle |