ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ρυθμιστικό λεξικό (το) prescriptive dictionary
ρυθμιστική γραμματική (η) prescriptive grammar
ρυθμιστική γραμματική (η) prescriptive grammar
ρυθμιστική λεξικογραφία (η) prescriptive lexicography
ρυθμιστική ή κανονιστική γραμματική (η) prescriptive or normative grammar
ρυθμιστικισμός (ο) prescriptivism
ρυθμιστικιστικός-ή-ό prescriptivist
ενεστώτας (ο) present
Παροντική μετοχή (η), Μετοχή ενεστώτα (η) present participle
Παροντική μετοχή (η), Μετοχή ενεστώτα (η) present participle