ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προγλωσσολογία (η) prelinguistics
προτροποποίηση (η) premodification
προτροποποιητής (ο) premodifier
προτροποποιώ premodify
προρρινικοποιημένα κλειστά (τα) prenasalised stops
προρινικοποιημένο κλειστό (το) prenasalized stop
προπαρασκευαστικός-ή-ό preparatory
προπαρασκευαστικές συνθήκες (οι) preparatory conditions
προληπτικό it (το) preparatory it
προετοιμάζω κείμενο prepare a text