ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τροποποιητής πριν από την κεφαλή (ο) | prehead modifiers |
προπαροντικός,-ή,-ό | prehodiernal |
προλεξικός,-ή,-ό | prelexical |
εισαγωγικό μέρος (το) | preliminaries |
εισαγωγικό μέρος (το) | prelims |
προγλωσσικό | prelinguist |
Προγλωσσικός-ή-ό, προγλωσσολογικός-ή-ό | prelinguistic |
προγλωσσικός,-ή,-ό | prelinguistic |
προγλωσσολογικός,-ή,-ό | prelinguistic |
προγλωσσικό στάδιο (το) | prelinguistic stage |