ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προκαθορισμένη διευθέτηση (η) | predetermined arrangement |
προπροσδιοριστής (ο) | predeterminer |
κατηγόρημα μονοθέσιο (το) | predicare, one-place |
κατηγόρημα (το) | predicate (pred) |
προτασιακός-ή-ό | predicate (pred) |
προτασιακός λογισμός (ο) | predicate calculus |
κατηγορηματικός λoγισμός (ο) | predicate calculus |
κατηγορική λογική (η) | predicate calculus/predicate logic |
κατηγορική πρόταση (η) | predicate clause |
κατηγορικό συμπλήρωμα (το) | predicate complement |