ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προκαθορισμένη διευθέτηση (η) predetermined arrangement
προπροσδιοριστής (ο) predeterminer
κατηγόρημα μονοθέσιο (το) predicare, one-place
κατηγόρημα (το) predicate (pred)
προτασιακός-ή-ό predicate (pred)
προτασιακός λογισμός (ο) predicate calculus
κατηγορηματικός λoγισμός (ο) predicate calculus
κατηγορική λογική (η) predicate calculus/predicate logic
κατηγορική πρόταση (η) predicate clause
κατηγορικό συμπλήρωμα (το) predicate complement