ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προηγείσθαι/-είται precede
συνθήκη της προήγησης και επιβολής (η) precede-and-command condition
προηγείσθαι(το) precedence
προτεραιότητα (η) precedence
προήγηση (η), Προηγείσθαι (το), προτεραιότητα (η) precedence
ακρίβεια και ανάκληση (η) precision and recall
προκαθορισμένοι κανόνες (οι) predefined rules
προκαταρτικό αίτημα (το) pre-request
προδιδασκαλία (η) pre-teaching
προέλεγχος (ο) pre-test