ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προσωπικός,-ή,-ό personal
προσωπική λειτουργία (η) personal function
Κόρπους Προσωπικών Επιστολών (το) Personal Letters Corpus
προσωπικό όνομα (το) personal name
προσωπική αντωνυμία (η) personal pronoun
προσωπικό ρήμα το) personal verb
εξατομίκευση εφαρμογής (η) personalizing the application 
προσωποποίηση (η) personification
σύστημα προοπτικής/θέασης (το) perspectival system
προοπτική (η) perspective