ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Perl (η) (γλώσσα προγραμματισμού) | Perl |
πτώση που δηλώνει διά μέσου κίνηση (η) | perlative |
διαλεκτικότητα (η) | perlocution |
απολεκτικός,-ή,-ό | perlocutionary |
διαλεκτικός,-ή,-ό | perlocutionary |
Διαλεκτικός-ή-ό | perlocutionary |
διαλεκτική πράξη (η) | perlocutionary act |
απολεκτική πράξη (η) | perlocutionary act |
διαλεκτικό αποτέλεσμα (το) | perlocutionary effect |
απολεκτικό αποτέλεσμα (το) | perlocutionary effect |