ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
περιοδικότητα (η) periodicity
περιφερειακός,-ή,-ό peripheral
περιφέρεια (η) periphery
περιφερειακή γραμματική (η) periphery grammar
περίφραση (η) periphrasis
περιφραστικός,-ή,-ό periphrastic
περιφραστικοί χρόνοι (οι) periphrastic
περιφραστικός τύπος (ο) periphrastic type
περιφραστικός τύπος ρήματος (ο) periphrastic verb forms
περισπώμενος,-η,-ο perispomenon