ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υπόθεση επιτελεστικότητας (η) | performative hypothesis |
επιτελεστική πρόταση (η) | performative sentence |
επιτελεστικό εκφώνημα (το) | performative utterance |
επιτελεστικό ρήμα (το) | performative verb |
περίοδος (η) | period |
τελεία (η) | period |
λεξικό περιόδου (το) | period dictionary |
λεξικογραφία περιόδου (η) | period lexicography |
περιοδικός,-ή,-ό | periodic |
περιοδικά λεξικογραφίας (τα) | periodicals in lexicography |