ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
υπόθεση επιτελεστικότητας (η) performative hypothesis
επιτελεστική πρόταση (η) performative sentence
επιτελεστικό εκφώνημα (το) performative utterance
επιτελεστικό ρήμα (το) performative verb
περίοδος (η) period
τελεία (η) period
λεξικό περιόδου (το) period dictionary
λεξικογραφία περιόδου (η) period lexicography
περιοδικός,-ή,-ό periodic
περιοδικά λεξικογραφίας (τα) periodicals in lexicography