ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παρακείμενος (ο) | perfect |
συντελεσμένος,-η,-ο | perfect |
συντελεσμένος,-η,-ο (& ατελής,-ής,-ές) | perfect (& imperfect) |
Συντελεσμένος-η-ο, τετελεσμένος-η-ο | perfect (perf, PERF, PF) |
τέλειο μετρικό πλέγμα (το) | perfect grid |
συντελεσμένο απαρέμφατο (το) | perfect infinitive |
συντελεσμένη μετοχή (η) | perfect participle |
συντελεσμένη εξακολουθητική παθητική (η) | perfect progressive passive |
συντελικός χρόνος (ο) | perfect tense |
συντελεσμένος χρόνος (ο) | perfect tense |