ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ανάλυση της αντιληπτικής σημασίας (η) perceptual meaning analysis
αντιληπτική διαθεσιμότητα (η) perceptual salience
διαπηδώ percolate
μεταπήδηση (η) percolation
διαπήδηση (η) percolation
Διαπήδηση (η), μεταπήδηση (η) percolation
διήθηση (η) percolation
Συντ, Συν perf
συντελεσμένος,-η,-ο perfect
συνοπτικός,-ή,-ό perfect