ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ανάλυση της αντιληπτικής σημασίας (η) | perceptual meaning analysis |
αντιληπτική διαθεσιμότητα (η) | perceptual salience |
διαπηδώ | percolate |
μεταπήδηση (η) | percolation |
διαπήδηση (η) | percolation |
Διαπήδηση (η), μεταπήδηση (η) | percolation |
διήθηση (η) | percolation |
Συντ, Συν | perf |
συντελεσμένος,-η,-ο | perfect |
συνοπτικός,-ή,-ό | perfect |