ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υποτιμητικός,-ή,-ό | pejorative |
(καλλιτεχνικό) ψευδώνυμο (το) | pen name |
Δενδρική Τράπεζα της Κινεζικής του Πενν (η) | Penn Chinese Treebank |
Δενδρική Τράπεζα του Πενν (η) | Penn Treebank |
Αναλυμένο Κόρπους της Μέσης/Μεσαιωνικής Αγγλικής των Πενν-Ελσίνκι (το) | Penn–Helsinki Parsed Corpus of Middle English |
Ολλανδική της Πενσυλβάνια (η) (γλώσσα) | Pennsylvania Dutch |
αρχή του ρετιρέ (η) | penthouse principle |
παραλήγουσα (η) | penultimate |
Πενουτιανή (η) (γλώσσα) | Penutian |
ποσοστόσημο τοις εκατό (το) | percent sign |