ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
παθητικοποίηση (η) passivization
παθητικοποιώ passivize
παρελθόν (το) past
προγενέστερος παρελθοντικός (ο) past anterior
παρατατικός (o) past continuous
οριστικός παρελθοντικός (ο) past definite
ιστορικός παρελθοντικός (ο) past historic
Παρελθοντική μετοχή (η), Μετοχή αορίστου (η) past participle
Παρελθοντική μετοχή (η), Μετοχή αορίστου (η) past participle
υπερσυντέλικος (ο) past perfect