ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μερωνυμία (η) partonymy
σχέση μερωνυμίας (η) partonymy relation
Πάστο (η) (γλώσσα) Pashto
Πάστο (η) (γλώσσα) Pashto / Pushto
ζώνη διέλευσης (η) passband
παθητικός,-ή,-ό passive (pass, PASS)
παθητικός αρθρωτής (ο) passive articulator
παθητική πρόταση passive clause
παθητικά δίγλωσσα λεξικά (τα) passive dictionaries
παθητικό λεξικό (το) passive dictionary