ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μερωνυμία (η) | partonymy |
σχέση μερωνυμίας (η) | partonymy relation |
Πάστο (η) (γλώσσα) | Pashto |
Πάστο (η) (γλώσσα) | Pashto / Pushto |
ζώνη διέλευσης (η) | passband |
παθητικός,-ή,-ό | passive (pass, PASS) |
παθητικός αρθρωτής (ο) | passive articulator |
παθητική πρόταση | passive clause |
παθητικά δίγλωσσα λεξικά (τα) | passive dictionaries |
παθητικό λεξικό (το) | passive dictionary |