ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ομιλία (η) | parole |
φωνούμενος λόγος (o) | parole |
παρόλ (η) | parole |
Παρόλ (η), ομιλία (η) | parole |
διαταραχές της ομιλίας (οι) | parole disturbation |
λογοπαίγνιο (το) | paronomasia |
παρώνυμο (το) | paronym |
παρώνυμος,-η,-ο | paronym |
παρωνυμία (η) | paronymy |
παροξύτονος,-η,-ο | paroxytone |