ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
παραδειγματικός,-ή,-ό, paradigmatic
παραδειγματικός άξονας (ο) paradigmatic axis
παραδειγματικό λεξικό (το) paradigmatic dictionary
παραδειγματική πληροφορία (η) paradigmatic information
παραδειγματική ομοιομορφία (η) paradigmatic leveling
παραδειγματική σχέση (η) paradigmatic relation
παραδειγματική σχέση (η) paradigmatic relationship
παραδειγματική απόκριση (η) / συνειρμός (ο) paradigmatic response / association
παραδειγματικές εννοιακές σχέσεις (οι) paradigmatic sense relations
παραδειγματικές εννοιακές σχέσεις (οι) paradigmatic sense relations