ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παραδειγματικός,-ή,-ό, | paradigmatic |
παραδειγματικός άξονας (ο) | paradigmatic axis |
παραδειγματικό λεξικό (το) | paradigmatic dictionary |
παραδειγματική πληροφορία (η) | paradigmatic information |
παραδειγματική ομοιομορφία (η) | paradigmatic leveling |
παραδειγματική σχέση (η) | paradigmatic relation |
παραδειγματική σχέση (η) | paradigmatic relationship |
παραδειγματική απόκριση (η) / συνειρμός (ο) | paradigmatic response / association |
παραδειγματικές εννοιακές σχέσεις (οι) | paradigmatic sense relations |
παραδειγματικές εννοιακές σχέσεις (οι) | paradigmatic sense relations |