ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
έντυπο λεξικό (το) | paper dictionary |
έγγραφα τεκμήρια (τα) | paper documents |
Παπούα (η) (γλώσσα) | Papuan |
ParaConc (το) (πρόγραμμα) | Para Conc |
παράδειγμα (το) | paradigm |
υπόδειγμα (το) | paradigm |
παραδειγματική ομοιομορφία (η) | paradigm leveling |
παραδειγματική μορφολογία (η) | paradigm morphology |
αποτέλεσμα της παραδειγματικής ομοιομορφίας (το) | paradigm uniformity effect |
παραδειγματικός,-ή,-ό | paradigmatic |