ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Παχλαβί (η) (γλώσσα) | Pahlavi |
όριο πόνου (το) | pain limit |
δείκτης ποικιλίας ζευγών (ΔΠΖ) | Pair wise Variability Index (PVI) |
εργασία σε ζευγάρια (η) | pair work |
συνδυαστική-συσχετιστική μάθηση (η) | paired-associate learning |
παλαϊκή (η) | Palaic |
ουρανικός,-ή,-ό | palatal |
ουρανικά (τα) | palatal |
ουρανικό σύμφωνο (το) | palatal consonant |
ουρανικά ρινικά (τα) | palatal nasals |