ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Παχλαβί (η) (γλώσσα) Pahlavi
όριο πόνου (το) pain limit
δείκτης ποικιλίας ζευγών (ΔΠΖ) Pair wise Variability Index (PVI)
εργασία σε ζευγάρια (η) pair work
συνδυαστική-συσχετιστική μάθηση (η) paired-associate learning
παλαϊκή (η) Palaic
ουρανικός,-ή,-ό palatal
ουρανικά (τα) palatal
ουρανικό σύμφωνο (το) palatal consonant
ουρανικά ρινικά (τα) palatal nasals