ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
έξοδος (η) output
γλωσσικό εξαγόμενο (το) output
Περιορισμός εξαγόμενης δομής (ο) output constraint
μορφότυπο εξόδου (το) output format
εξωτερικό μέρος (το) outside matter
ελλειψοειδές παράθυρο (το) oval window
ωοειδής,-ής,-ές oval 
ελλειψοειδής,-ής,-ές oval 
over (λέξη) over
υπεργενίκευση (η) over-generalisation / overgeneralization