ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
οσκική-ουμβρική (η) Oscan-Umbrian
παλμογράφημα (το) oscillogram
οστεώδες σπειροειδές έλασμα (το) osseous spiral lamina
Οσσετική (η) (γλώσσα) ossete
δεικτικός ορισμός (o) ostensive definition
Όστυακ (η) (γλώσσα) Ostyak
γλώσσα ΑΥΡ (Αντικείμενο-Υποκείμενο-Ρήμα) (η) osv language
εισαγόμενο από τον ακροατή (το) other-initiated
ετεροδιόρθωση (η) other-repair
Οτομανγκουεϊκή (η) (γλώσσα) Oto-Mangue