ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
οσκική-ουμβρική (η) | Oscan-Umbrian |
παλμογράφημα (το) | oscillogram |
οστεώδες σπειροειδές έλασμα (το) | osseous spiral lamina |
Οσσετική (η) (γλώσσα) | ossete |
δεικτικός ορισμός (o) | ostensive definition |
Όστυακ (η) (γλώσσα) | Ostyak |
γλώσσα ΑΥΡ (Αντικείμενο-Υποκείμενο-Ρήμα) (η) | osv language |
εισαγόμενο από τον ακροατή (το) | other-initiated |
ετεροδιόρθωση (η) | other-repair |
Οτομανγκουεϊκή (η) (γλώσσα) | Oto-Mangue |